- μεθέρπω
- μεθέρπω (Α)1. έρπω πίσω από κάποιον2. συνεκδ. προφθάνω κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἕρπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek